ακαπάρωτος

ακαπάρωτος
-η, -ο [καπαρώνω]
αυτός για τον οποίο δεν έχει δοθεί ως εγγύηση καπάρο, δηλ. προκαταβολή, αρραβώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαπάρωτος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δόθηκε προκαταβολή (καπάρο): Το διαμέρισμα ήταν ακόμη ακαπάρωτο. 2. αυτός που δε δεσμεύτηκε, ελεύθερος: Είναι καλός νέος κι όσο ξέρω ακαπάρωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαπάριαστος — η, ο [καπαριάζω] ο ακαπάρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”